02 Αυγ ΚΑΡΔΙΟΠΑΘΕΙΕΣ: Συμπτώματα – σημεία και διάγνωση
Τα κυριότερα συμπτώματα ή ευρήματα τα οποία παρουσιάζουν ασθενείς με καρδιοπάθεια είναι:
- Θωρακικός πόνος
- Δύσπνοια
- Αίσθημα παλμών
- Συγκοπτικές κρίσεις
- Καρδιακή ανακοπή (αιφνίδιος θάνατος).
- Εύκολη κόπωση
- Φύσημα
- Οιδήματα
- Κυάνωση
1. ΘΩΡΑΚΙΚΟΣ ΠΟΝΟΣ
Ο θωρακικός πόνος μπορεί να οφείλεται σε παθήσεις της καρδιάς και των αγγείων ή σε εξωκαρδιακές παθήσεις.
Η πιο συχνή αιτία από την καρδιά που προκαλεί θωρακικό πόνο είναι η στεφανιαία νόσος, ενώ άλλες παθήσεις από την καρδιά που μπορεί να προκαλούν θωρακικό πόνο είναι η στένωση της αορτικής βαλβίδας, η υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια, το ανεύρυσμα της αορτής, η πρόπτωση της μιτροειδούς βαλβίδας, η πνευμονική εμβολή, παθήσεις εμβολή, παθήσεις του περικαρδίου, «πνευμονική υπέρταση».
Αιτίες θωρακικού πόνου που δεν οφείλονται όμως στην καρδιά είναι:
από τον θώρακα (πλευρίτιδα, πνευμονοθώρακας, μυϊκός σπασμός), από το γαστρεντερικό σύστημα (οισοφαγίτιδα, διαφραγματοκήλη, γαστρίτιδα, πεπτικό έλκος, χολοκυστίτιδα, παγκρεατίτιδα) και από το νευροφυτικό σύστημα (αγχώδης νεύρωση).
Τώρα θα αναφερθούμε στον θωρακικό πόνο.
Ασθενείς με στεφανιαία νόσο και στηθαγχικό πόνο μπορεί να έχουν σταθερή στηθάγχη, ασταθή στηθάγχη ή έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Με τον όρο στηθαγχικό πόνο εννοούμε έναν παροξυσμό θωρακικής ενόχλησης που περιγράφεται σαν πόνος, σφίξιμο, κάψιμο, συμπίεση στην περιοχή του στέρνου. Ο πόνος αυτός δεν επηρεάζεται ούτε προκαλείται από την αναπνοή, τη θέση του σώματος, τις κινήσεις του θώρακα ή τις εξωτερικές πιέσεις στα τοιχώματά του και μπορεί να επεκτείνεται σε ολόκληρο το θώρακα. Αντανάκλαση του πόνου μπορεί να υπάρχει στην πλάτη, τους βραχίονες, τους αγκώνες, τους καρπούς ή άλλες θέσεις των άνω άκρων, ιδιαίτερα του αριστερού, τον τράχηλο, τον αυχένα, την κάτω γνάθο. Στη σταθερή στηθάγχη τα επεισόδια στηθάγχης εμφανίζονται μόνο όταν υπάρχει εκλυτικός παράγοντας που αυξάνει το καρδιακό έργο, όπως η σωματική προσπάθεια, το βάδισμα, το ανέβασμα σκάλας, η απότομη έκθεση στο ψύχος, η σεξουαλική πράξη, το ψυχικό stress.
Η στηθαγχική κρίση διαρκεί 3 – 5 λεπτά και σπανιότερα μέχρι 10 λεπτά και σταματά μόλις διακοπεί η αιτία που προκάλεσε την κρίση ή έπειτα από τη λήψη ενός υπογλώσσιου δισκίου νιτρογλυκερίνης.
Στην ασταθή στηθάγχη οι στηθαγχικές κρίσεις είναι ανεξάρτητες από κάθε σωματική προσπάθεια ή άλλο εκλυτικό παράγοντα και εμφανίζονται κατά την ανάπαυση ή κατά τον ύπνο.
Ο πόνος του οξέως εμφράγματος του μυοκαρδίου μοιάζει με αυτόν της στηθάγχης, διαρκεί όμως περισσότερο, συνήθως πάνω από 30 λεπτά έως κάποιες ώρες και δεν υποχωρεί με υπογλώσσια δισκία νιτρογλυκερίνης, παρά μόνο με ένεση μορφίνης. Επίσης η ένταση του πόνου είναι μεγαλύτερη και συνοδεύεται συνήθως από έντονη κόπωση, ωχρότητα, εφίδρωση, τάση προς έμετο και λιποθυμική τάση. Η κλινική εξέταση σε ασθενείς με θωρακικό πόνο που οφείλεται σε στεφανιαία νόσο συνήθως είναι φυσιολογική, όπως φυσιολογικό μπορεί να είναι και το ηλεκτροκαρδιογράφημα ηρεμίας σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο που δεν έχουν υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Εφόσον κρίνει ο καρδιολόγος ότι ο ασθενής έχει πιθανότητα να πάσχει από στεφανιαία νόσο τότε η δοκιμασία κόπωσης, οι ραδιοισοτοπικές μέθοδοι με κύριο εκπρόσωπο το σπινθηρογράφημα θαλλίου με κόπωση με κόπωση ή φαρμακευτικά με διπυριδαμόλη και η στεφανιογραφία, μπορούν όχι μόνο να διαγνώσουν την στεφανιαία νόσο άλλα και να μας δώσουν πληροφορίες για την περαιτέρω αντιμετώπιση του ασθενούς.
2. ΔΥΣΠΝΟΙΑ
Είναι από τα κυριότερα συμπτώματα των καρδιακών και πνευμονικών παθήσεων καθώς και της αγχώδους νεύρωσης.
Εμφανίζεται σχεδόν πάντοτε ύστερα από έντονη κόπωση στα φυσιολογικά άτομα και σε μικρότερη κόπωση σε άτομα με κακή φυσική κατάσταση. Για να χαρακτηρισθεί ως παθολογική η δύσπνοια πρέπει να εμφανίζεται σε ηρεμία ή με μικρή κόπωση. Το λεπτομερές ιατρικό ιστορικό σε συνδυασμό με την κλινική εξέταση, το ηλεκτροκαρδιογράφημα, την ακτινογραφία θώρακα και το υπερηχοκαρδιογράφημα μπορεί να οδηγήσει σε μια αρχική κατάταξη της δύσπνοιας ως καρδιακής, πιθανούς καρδιακής ή μη καρδιακής αιτιολογίας.
Ο τρόπος έναρξης της δύσπνοιας είναι συνήθως ενδεικτικός για ορισμένες παθήσεις. Οξεία δύσπνοια παρατηρείται στο πνευμονικό οίδημα, την πνευμονική εμβολή, τον πνευμονοθώρακα, την πνευμονία ή την απόφραξη των αεροφόρων οδών. Χρόνια δύσπνοια χαρακτηρίζει τις χρόνιες πνευμονικές παθήσεις, την καρδιακή ανεπάρκεια, την παχυσαρκία, τη συλλογή πλευριτικού υγρού και την κακή φυσική κατάσταση.
Οι πιο συχνές παθήσεις της καρδιάς που προκαλούν δύσπνοια είναι αυτές που συνοδεύονται με διαταραχές της λειτουργικότητας της αριστερής κοιλίας, η στεφανιαία νόσος και οι βαριές παθήσεις της μιτροειδούς και της αορτικής βαλβίδας. Στην τυπική της μορφή η δύσπνοια που οφείλεται σε καρδιακή ανεπάρκεια εμφανίζεται αρχικά ως δύσπνοια με την κόπωση, εξελίσσεται με το πέρασμα του χρόνου σε παροξυντική νυκτερινή δύσπνοια, δύσπνοια σε ηρεμία, ορθόπνοια και τελικά πνευμονικό οίδημα. Στην ορθόπνοια ο ασθενής δυσπνοεί λιγότερο όταν μετατοπιστεί από την ύπτια στην καθιστή ή όρθια θέση. Στην παροξυντική νυκτερινή δύσπνοια ο ασθενής κοιμάται εύκολα σε ύπτια θέση αλλά μετά από λίγες ώρες ξυπνά με οξεία δύσπνοια και κάθεται στο κρεβάτι ή σηκώνεται αναζητώντας αέρα. Έτσι μπορεί να ανακουφισθεί και να επιστρέψει στο κρεβάτι.
Η δύσπνοια της αγχώδους νεύρωσης συμβαίνει στην ηρεμία και περιγράφεται σαν αδυναμία ολοκλήρωσης της αναπνοής ή ότι οι αναπνοές δεν φθάνουν στους πνεύμονες. Ο ασθενής δεν ανακουφίζεται βέβαια στην όρθια θέση αλλά μπορεί να ανακουφίζεται με βαθείς αναστεναγμούς.
3. ΑΙΣΘΗΜΑ ΠΑΛΜΩΝ
Οι λέξεις που χρησιμοποιούν συνήθως οι ασθενείς για να περιγράψουν την αίσθηση των καρδιακών συστολών είναι : φτερούγισμα, κτύπημα, κενό, διαλείψεις, σταμάτημα της καρδιάς.
Το συχνό αυτό σύμπτωμα μπορεί να οφείλεται στην αίσθηση της φυσιολογικής καρδιακής συστολής, σε έκτακτες συστολές, σε ταχυκαρδίες, σε ταχυαρρυθμίες υπερκοιλιακές ή κοιλιακές και σε βραχυκαρδία.
Το αίσθημα παλμών πολλές φορές σε νεαρά άτομα αποτελεί αθώο σύμπτωμα σε άλλες όμως περιπτώσεις οφείλεται σε υποκειμενική καρδιοπάθεια.
Η κλινική εξέταση και ο εργαστηριακός έλεγχος έχουν σαν στόχο να διαγνώσουν το είδος της αρρυθμίας και να εντοπίσουν ή να αποκλείσουν την ύπαρξη καρδιοπάθειας.
Επειδή το ηλεκτροκαρδιογράφημα μπορεί να καταγράψει τις διαταραχές του καρδιακού ρυθμού μόνο αν αυτές συμβούν την στιγμή που αυτό λαμβάνεται, σε πολλές περιπτώσεις χρειάζεται να γίνει καταγραφή του ηλεκτροκαρδιογραφήματος για 24 ή 48 συνεχόμενες ώρες με ειδικές συσκευές ( Holter ρυθμού ) που φορά ο ασθενής και πηγαίνει κανονικά στη δουλειά ή στο σπίτι του.
Πρέπει να αναφερθεί ότι η χρήση αλκοόλης, καφέ και καπνού μπορεί να προκαλέσουν ή να επιδινόσουν τις αρρυθμίες.
4. ΣΥΓΚΟΠΤΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ
Η συγκοπτική κρίση είναι η απώλεια της συνείδησης που οφείλεται σε ανεπαρκή αιμάτωση του εγκεφάλου.
Με το ιστορικό, την κλινική εξέταση, το ηλεκτροκαρδιογράφημα, την ακτινογραφία θώρακα και το υπερηχοκαρδιογράφημα μπορεί αδρά να εκτιμηθεί αν πρόκειται για κοινή λιποθυμία, αν τα αίτια είναι καρδιακής αιτιολογίας ή αν οφείλεται σε μη καρδιαγγειακά αίτια.
Αποτελεί σύμπτωμα πολλών καρδιακών παθήσεων όπως είναι η στεφανιαία νόσος, η στένωση της αορτής, η υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια, η ιδιοπαθής πνευμονική υπέρταση, το μύξωμα του αριστερού κόλπου, η τετραλογία Fallot καθώς επίσης και σύμπτωμα εξωκαρδιακών παθήσεων όπως το παροδικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, η βαγοτονία, το σύνδρομο του καρωτιδικού κόλπου κ.α.
Όταν ο ασθενής αναφέρει τάση για λιποθυμία χωρίς τελικά να χάνει τις αισθήσεις του, τότε συνήθως πρόκειται για απλό λιποθυμικό επεισόδιο που συχνότερα οφείλεται σε εξωκαρδιακά αίτια όπως ορθοστατική υπόταση, λήψη αντιπυρετικών φαρμάκων, θέα αίματος. Το λιποθυμικό επεισόδιο συνήθως προειδοποιεί τον ασθενή για την επέλευσή του όλη η διαδικασία της επανόσου είναι βαθμιαία, σε αντίθεση με την συγκοπτική κρίση που επέρχεται και αποδράμει αιφνίδια.
5. ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΑΚΟΠΗ (ΑΙΦΝΙΔΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ)
Σε πολλούς ανθρώπους η πρώτη και μοναδική εκδήλωση της υπάρχουσας καρδιοπάθειας είναι ο αιφνίδιος θάνατος.
Ο ασθενής μπορεί να ζήσει και μετά τη διακοπή της λειτουργίας της καρδιάς, εφόσον αρχίσει έγκαιρα καρδιοαναπνευστική ανάνηψη.
Στους ασθενείς που επέζησαν ύστερα από επιτυχή ανάνηψη είναι επιβεβλημένος ο λεπτομερέστατος κλινικοεργαστηριακός έλεγχος για την ανεύρεση και θεραπεία της υποκειμενικής καρδιοπάθειας.
6. ΕΥΚΟΛΗ ΚΟΠΩΣΗ
Αποτελεί ένα από τα συχνότερα συμπτώματα των καρδιοπαθειών με χαμηλή όμως διαγνωστική αξία γιατί δεν θεωρείται ειδικό σύμπτωμα.
Εξωκαρδιακά αίτια της εύκολης κόπωσης είναι το άγχος, το συγκινησιακό stress και η κατάθλιψη.
Ιατρογενή αίτια είναι τα ισχυρά διουρητικά που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας ή της αρτηριακής υπέρτασης, οι ανοσιολεις των β – υποδοχέων που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία πολλών καρδιοαγγειακών παθήσεων και της αρτηριακής υπέρτασης κ.α.
Καρδιακές παθήσεις στις οποίες εμφανίζεται η εύκολη κόπωση είναι προφανώς η καρδιακή ανεπάρκεια, η στεφανιαία νόσος, οι μυοκαρδιοπάθειες, οι βαλβιδοπάθειες, οι παθήσεις του περικαρδίου, οι συγγενείς καρδιοπάθειες και η πνευμονική υπέρταση.
7. ΦΥΣΗΜΑΤΑ
Η στροβιλώδης ροή του αίματος θεωρείται ως ο πιο πιθανός παθογενετικός μηχανισμός των φυσημάτων.
Τα φυσήματα διαιρούνται σε αθώα ή λειτουργικά και σε παθολογικά ή οργανικά. Το φύσημα αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες μορφές κλινικής έκφρασης των βαλβιδοπαθειών και συγγενών καρδιοπαθειών.
Πολύ σπουδαία είναι σήμερα η συμβολή του έγχρωμου υπερηχοκαρδιογραφήματος -Doppler (triplex καρδιάς) στην ακριβή αιτιολογία των φυσημάτων.
8. ΟΙΔΗΜΑΤΑ
Οίδημα εμφανίζεται σε διάφορες παθήσεις, αλλά συχνότερα παρατηρείται σε σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Αποτελεί όψιμη εκδήλωση καρδιακής ανεπάρκειας. Το οίδημα καρδιακής αιτιολογίας παρατηρείται κυρίως στα πόδια.
Οι κυριότερες εξωκαρδιακές παθήσεις ή καταστάσεις που προκαλούν περιφερειακά οιδήματα είναι το νεφρωτικό σύνδρομο, η ηπατική κίρρωση, η φλεβική ανεπάρκεια, οι οπισθοπεριτοναικοί όγκοι, το λεμφάδημα, η παχυσαρκία, η εγκυμοσύνη και διάφορα φάρμακα.
9. ΚΥΑΝΩΣΗ
Η κυάνωση εμφανίζεται στο δέρμα και τους βλεννογόνους, όταν υπάρξουν αυξημένες ποσότητες αναχθείσης αιμοσφαιρίνης (αιμοσφαιρίνης με λίγο οξυγόνο) ή με θαιμοσφαιρίνης (παθολογική αιμοσφαιρίνη) στο αίμα.
Η κεντρική κυάνωση που οφείλεται κατά κανόνα σε πνευμονικές παθήσεις ή συγγενείς καρδιοπάθειες, επιτείνεται σαφώς με την άσκηση, σε αντίθεση με την περιφερική της καρδιακής ανεπάρκειας που μένει αμετάβλητη ή επιτείνεται ελαφρά με την κόπωση.
Η περιφερική κυάνωση εμφανίζεται σε καταστάσεις με μειωμένο κατά λεπτό όγκο αίματος και περιφερειακή αγγειοσύσπαση. Εντοπίζεται στα άκρα, τα χείλη, το ακρορίνιο, τα πτερύγια των αυτιών και δεν καταλαμβάνει τους βλεννογόνους και τους επιπεφυκότες. Τα άκρα του ασθενούς είναι ψυχρά. Γενικά η κυάνωση είναι σοβαρό εύρημα και κάθε άτομο που έχει κυάνωση πρέπει να ζητά ιατρική συμβουλή.